«Είναι προφανές ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι πιο ελκυστικές από τις αντίστοιχες αμερικανικές», λέει ο Κίαν Αμπουχοσέιν, αναλυτής της JP Morgan στο σημείωμα που δόθηκε στους πελάτες του αυτή την εβδομάδα. Αλλά και η Goldman Sachs συνιστά «ενίσχυση σε τίτλους των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και με τις μειώσεις επιτοκίων».
Τι άλλαξε και η Wall Street ξαφνικά «ψηφίζει» υπέρ των ευρωπαϊκών τραπεζών; Και ορισμένοι κολοσσοί του χρηματοπιστωτικού τομέα της Wall Street, όπως η Goldman Sachs, συνιστούν στους πελάτες τους να ενισχύσουν τις θέσεις στους τίτλους ορισμένων από τις μεγάλες τράπεζες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού;
Προφανώς, οι κολοσσοί του χρηματοπιστωτικού τομέα της Wall Street έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους θα έχουν πολύ καλύτερη απόδοση τα επόμενα τρίμηνα. Η Goldman Sachs συνιστά ενίσχυση θέσεων σε τράπεζες όπως η Deutsche, η BNP Paribas ή η Santander. Κυρίως, η βορειοαμερικανική εταιρεία εξηγεί ότι η ισχυρή επέκταση όλων αυτών των τίτλων ανταποκρίνεται στις υποτιμημένες τιμές, την ισχυρή απόδοση των κεφαλαιαγορών (με την απόδοση των συγχωνεύσεων και αγορών) και τη διαφορετική δομή των οικονομικών τους αποτελεσμάτων σε σύγκριση με τους αντίστοιχους στις ΗΠΑ.
Τα τελευταία χρόνια, ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας παρουσίασε σημαντικά καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό κλάδο. Αυτή η εξέλιξη έχει όμως αντιστραφεί από την αρχή του χρόνου.
«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν παρασύρονται από την κατεύθυνση της ΕΚΤ», τονίζουν στη Ναυτεμπορικη, παράγοντες της αγοράς και εξηγούν: «Με αυτόν τον τρόπο, παρά το γεγονός ότι οι μειώσεις επιτοκίων είναι πολύ πιο πιθανές και άμεσε στην Ευρώπη από ό,τι στις ΗΠΑ, οι οποίες πλέον φαίνεται να ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους , οι τράπεζες της Γηραιάς ηπείρου παραμένουν σε προνομιακή θέση τόσο για τους αναλυτές όσο και για τους επενδυτές» .
Το Bloomberg άλλωστε το λέει καθαρά: «Οι υποτιμημένες ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν την καλύτερη χρονιά για τις μετοχές ποτέ σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους στις ΗΠΑ. Η έκρηξη ρεκόρ των αμερικανικών τραπεζών τους τελευταίους δύο μήνες είναι απίθανο να συνεχιστεί φέτος λόγω των αυξανόμενων αθετήσεων δανείων και της ρυθμιστικής πίεσης».
Ο δείκτης KBW Bank, ο οποίος περιλαμβάνει τις 24 μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, σημείωσε άνοδο 30% τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο – το καλύτερο ετήσιο κλείσιμό του εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια.
Ο μέσος στόχος τιμών των αναλυτών για φέτος υποδηλώνει όμως κέρδος λιγότερο από 1%, ενώ ο ευρωπαϊκός τραπεζικός δείκτης Stoxx 600 προβλέπεται να κερδίσει περισσότερο από 22% -κάτι που θα είναι η δεύτερη καλύτερη χρονιά από το 2012.
Η διαφορά του 21% μεταξύ των προβλέψεων για τους δύο δείκτες είναι το μεγαλύτερο χάσμα από τότε που το Bloomberg άρχισε να αξιολογεί στατιστικά τους στόχους τιμών το 2005.
Παρά το υψηλό ρεκόρ του στο τέλος του έτους, ο δείκτης KBW εξακολουθεί να είναι περίπου 34% κάτω από το ανώτατο όριο του Ιανουαρίου 2022. Από τις 46 τράπεζες του Ευρωπαϊκού Δείκτη Stoxx 600, οι 32 αναμένεται να σημειώσουν διψήφια κέρδη φέτος και 24 αναμένεται να σημειώσουν κέρδη άνω του 20%.
Ήδη, το πρώτο τρίμηνο του 2024, ο δείκτης Stoxx 600 σημειώνει άνοδο 12,75%, ενώ ο βασικός δείκτης της Βόρειας Αμερικής, ο S&P 500 Banks, σημειώνει άνοδο 6,36%. Διάφοροι ειδικοί και αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αντανάκλαση ότι και οι δύο τομείς αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες και, στην πραγματικότητα, ορισμένα από τα κύρια ιδρύματα της Wall Street καταφεύγουν στα ιδρύματα της Γηραιάς ηπείρου.
Υποχωρεί η αβεβαιότητα
Υπάρχει αυξανόμενη συναίνεση ότι η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια το δεύτερο τρίμηνο. Αυτό αφαιρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας, ενώ αναμένονται επίσης ισχυρά κέρδη – η μέση απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του δείκτη είναι στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007.
Την ίδια ώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η JPMorgan, η Wells Fargo και η Citigroup σημείωσαν κέρδη ρεκόρ στο τρίτο τρίμηνο, αλλά οι τράπεζες αντιμετωπίζουν επιβράδυνση στην αύξηση των δανείων και αυξημένο ρυθμιστικό έλεγχο μετά την τραπεζική κρίση του περασμένου έτους. Επιπλέον, οι αθετήσεις υποχρεώσεων αναμένεται να αυξηθούν και να οδηγήσουν σε υψηλότερες διαγραφές.
«Ο δανεισμός είναι ο παράγοντας αβεβαιότητας», λέει ο Κρίστοφερ ΜακΓκράτι, τραπεζικός αναλυτής των ΗΠΑ στην Keefe, Bruyette & Woods. Αν και «η μείωση των επιτοκίων θα περιορίσει μέρος της οξείας πίεσης των πιστωτικών ανησυχιών», αναμένει ότι περισσότεροι δανειολήπτες στις ΗΠΑ θα χρεοκοπήσουν.
Οι αναλυτές μείωσαν τις προβλέψεις τους για τα κέρδη του 2024 για τις τράπεζες των ΗΠΑ κατά 16% πέρυσι, ενώ αυτές για τις ευρωπαϊκές τράπεζες αυξήθηκαν κατά 37% την ίδια περίοδο
Γιατί είναι πιο ελκυστική η Ευρώπη;
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν επίσης μικρότερη έκθεση σε προβλήματα όπως η κρίση των γραφείων στις ΗΠΑ και προστατεύονται περισσότερο από γεγονότα όπως της Silicon Valley Bank, λόγω της μεγαλύτερης κάλυψης ρευστότητας, ένα περιβάλλον που ευνοεί τη μεγαλύτερη σταθερότητα και ισχύ του κεφαλαίου.
Η Loomis, Sayles & Company L.P,μια αμερικανική εταιρεία διαχείρισης επενδύσεων με έδρα τη Βοστώνη, εξηγεί ότι “για πρώτη φορά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη θέση από αυτές στις ΗΠΑ ” για αυτούς τους λόγους. «Η ρευστότητα ευνοεί έντονα τους Ευρωπαίους καθώς έχουν σημαντικά υψηλότερους δείκτες κάλυψης από τους ομολόγους τους».
Ένα από τα θέματα στα οποία η Loomis Sayles εστιάζει είναι η κερδοφορία. «Αν και αυτή η παράμετρος είναι κάτι που ευνόησε τους Αμερικανούς κατά τη μακρά εποχή των αρνητικών επιτοκίων στην Ευρώπη, τα πράγματα έχουν βελτιωθεί για τη Γηραιά ήπειρο, ενώ αυτό έχει επιδεινωθεί στις ΗΠΑ.Τα ευρωπαϊκά καθαρά περιθώρια επιτοκίου επεκτείνονται με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με την Αμερική».
Συνοπτικά , οι ευρωπαϊκές τράπεζες καταφέρνουν να επωφεληθούν περισσότερο από τα υψηλά επιτόκια από τις αντίστοιχες των ΗΠΑ χάρη στις προοπτικές των εσόδων από τη διαφορά των τόκων (ΝΙΙ) που κερδίζει η τράπεζα μέσω δανείων, μείον αυτούς που πληρώνει για τις δικές της υποχρεώσεις.
Υπό αυτή την έννοια, τα δεδομένα είναι ξεκάθαρα και, παρά τα τεράστια κέρδη των εταιρειών της Wall Street, η πραγματικότητα είναι ότι η διαφορά των τόκων NII πέφτει. Μάλιστα, η Fitch εξηγεί ότι έχουν ήδη υποχωρήσει 8% κατά μέσο όρο. Οι τράπεζες με μεγαλύτερο βάρος λιανικής αντιστάθηκαν, με την JP Morgan να εκτοξεύει αυτά τα έσοδα κατά 11% και την Bank of America να τα ανεβάζει στα 14,2 δισεκατομμύρια. Ωστόσο, και οι δύο τράπεζες παραδέχθηκαν ότι θα υπάρξει μείωση εφέτος. Η Citigroup ανακοίνωσε επίσης ότι αναμένει χαμηλότερα κέρδη με αυτόν τον τρόπο για το 2024.
Μικρότεροι τόκοι στους καταθέτες
Ο λόγος για αυτές τις προβλέψεις, αν και μπορεί να φαίνεται αντιφατικό, είναι ακριβώς ότι η Fed δεν μειώνει τα επιτόκια, καθώς αναμένει ότι τα υψηλά επιτόκια θα προκαλέσουν πτώση διαφόρων περιουσιακών στοιχείων. Στην πραγματικότητα, το ίδιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξήγησε σε μια πρόσφατη έκθεση του επικεφαλής οικονομολόγου Τσαρλς Κοέν ότι «τα υψηλά επιτόκια μπορούν μεν να δώσουν περισσότερα οφέλη σε μια χρονική περίοδο», αλλά χάνονται κέρδη λόγω της μειωμένης ζήτησης για πίστωση και στεγαστικά δάνεια.
Αυτή η κατάσταση θα είναι η ίδια στην Ευρώπη, αλλά οι ειδικοί προβλέπουν ηπιότερες πτώσεις. Στην πραγματικότητα, οι αναλυτές της Fitch αναμένουν ότι «οι περισσότερες μεγάλες τράπεζες στην Ευρώπη θα συνεχίσουν να αναφέρουν πολύ ισχυρή κερδοφορία, έστω και ελαφρώς αποδυναμωμένη» λόγω των «ανθεκτικών καθαρών εσόδων από τόκους».
Με μεγαλύτερη έκθεση σε πελάτες λιανικής, οι ευρωπαικές τράπεζες θα υποφέρουν λιγότερο από την πτώση του δείκτη NII, ενώ η EY επισημαίνει ότι «η επιβράδυνση θα αμβλυνθεί από τα μεγαλύτερα αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας στον κλάδο».
Ο Νάιαλ Γκάλαχερ, επενδυτικός διευθυντής της GAM Investments, εξηγεί ότι στην Ευρώπη οι τράπεζες πληρώνουν λιγότερους τόκους στους καταθέτες επειδή «έχει λάβει χώρα μια μεγάλη ενοποίηση που μείωσε την ένταση του ανταγωνισμού και τις πιθανότητες ενός πολέμου τιμών που μειώνει τα περιθώρια κέρδους τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι εργασιακές εξελίξεις του 2023 και οι προκλήσεις των επιχειρήσεων