«Ποιο πρόβλημα αξίας ενός τρισ. δολαρίων θα λύσει η ΑΙ;». Είναι το ερώτημα που θέτουν με νόημα ειδικοί οι οποίοι διαφοροποιούνται για τις επιφυλάξεις τους ως προς τις αληθινές δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης. Απέναντι στην αισιοδοξία για την τεχνολογία που φιλοδοξεί να αλλάξει τον κόσμο όπως τον γνωρίζαμε, προβάλλουν εναλλακτικές παραδοχές τόσο για το κόστος όσο και για τα οφέλη της αυτοματοποίησης σε βασικούς τομείς της οικονομίας. «Φούσκα» που ξεγέλασε τους επενδυτές ή «επανάσταση» που θέλει τον χρόνο της; Το ντιμπέιτ μόλις άρχισε.
«Η κύρια ανησυχία μου είναι ότι το σημαντικό κόστος για την ανάπτυξη και τη λειτουργία της τεχνολογίας AI σημαίνει ότι οι εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να επιλύουν εξαιρετικά πολύπλοκα και ουσιαστικά προβλήματα για τις επιχειρήσεις ώστε να πετύχουν την κατάλληλη επιστροφή της επένδυσης. Εκτιμώ ότι η δημιουργία υποδομών τεχνητής νοημοσύνης θα κοστίσει πάνω από ένα τρισ. δολάρια μόνο τα επόμενα χρόνια, ποσό το οποίο θα αφορά δαπάνες για data centers, logistics και εφαρμογές. Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα είναι: Ποιο πρόβλημα αξίας ενός τρισ. δολαρίων θα λύσει η τεχνητή νοημοσύνη; Η αντικατάσταση θέσεων εργασίας με χαμηλούς μισθούς μέσω μιας εξαιρετικά δαπανηρής τεχνολογίας είναι βασικά το αντίθετο απ’ ό,τι έχω δει στις προηγούμενες τεχνολογικές μεταβάσεις στα τριάντα χρόνια που παρακολουθώ στενά τον κλάδο της τεχνολογίας», εκτιμά ο επικεφαλής Παγκόσμιας Ερευνας Μετοχών της Goldman Sachs, Τζιμ Κοβέλο, ένας από τους μεγαλύτερους αμφισβητίες της μακροπρόθεσμης προοπτικής της τεχνητής νοημοσύνης.
«Η αντικατάσταση θέσεων εργασίας με χαμηλούς μισθούς μέσω μιας εξαιρετικά δαπανηρής τεχνολογίας είναι βασικά το αντίθετο απ’ ό,τι έχω δει στις προηγούμενες τεχνολογικές μεταβάσεις», εκτιμά ο Τζιμ Κοβέλο, επικεφαλής Παγκόσμιας Ερευνας Μετοχών της Goldman Sachs. (Φωτογραφία: Victor Llorente / The New York Times)
Σύμφωνα με το σκεπτικό το οποίο ανέπτυξε σε αναλυτικό report της Goldman Sachs, κακώς η τεχνητή νοημοσύνη συγκρίνεται με τις πρώτες μέρες του Ιντερνετ, το οποίο ήταν εξαρχής μια χαμηλού κόστους τεχνολογία. Εξ ου και επέτρεψε, μεταξύ άλλων, στο ηλεκτρονικό εμπόριο να αντικαταστήσει τις δαπανηρές λύσεις που ίσχυαν μέχρι τότε. Για παράδειγμα, η Amazon θα μπορούσε να πουλάει βιβλία σε χαμηλότερο κόστος από τις αλυσίδες λιανικής πολύ απλά επειδή δεν χρειαζόταν να κτίσει ή να νοικιάσει κτίρια για να στεγάσει σημεία πώλησης. Αντίστοιχα, κάποια χρόνια μετά, η Uber ήταν σε θέση να εκτοπίσει τις –ακριβότερες– υπηρεσίες λιμουζίνας, και ούτω καθεξής.
Ο προβληματισμός εκείνων που δηλώνουν επιφυλακτικοί με τον ντόρο γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη αφορά στο κατά πόσον θα εκπληρώσει τις υποσχέσεις της: «είναι ακριβή και για να δικαιολογήσει το κόστος της θα πρέπει να είναι σε θέση να λύνει πολύπλοκα προβλήματα, κάτι το οποίο δεν έχει σχεδιαστεί να κάνει».
Γνωστός για τις επιφυλάξεις του απέναντι στη δυναμική της ΑΙ είναι ο βραβευμένος με το φετινό Νομπέλ Οικονομίας Νταρόν Ατζέμογλου: «Δεδομένης της εστίασης και αρχιτεκτονικής της, οι πραγματικά μεταμορφωτικές αλλαγές δεν θα συμβούν γρήγορα και λίγες –αν υπάρχουν– πιθανότατα θα σημειωθούν μέσα στα επόμενα 10 χρόνια». Ο καθηγητής του MIT εκφράζει την εκτίμηση ότι μόνο το 1/4 των δραστηριοτήτων που εκτίθενται στη γενική τεχνητή νοημοσύνη θα είναι οικονομικά αποδοτικό να αυτοματοποιηθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία, γεγονός που συνεπάγεται ότι η τεχνολογία αιχμής θα επηρεάσει λιγότερο από το 5% του συνόλου των εργασιών.
Ο Ατζέμογλου δεν ενστερνίζεται τη θεωρία ότι με την πάροδο του χρόνου οι τεχνολογίες βελτιώνονται και καθίστανται λιγότερο δαπανηρές. «Δεν θα γίνει τόσο γρήγορα και δεν θα είναι τόσο εντυπωσιακή», προβλέπει για την ΑΙ, για την οποία εκτιμά ότι θα αυξήσει την παραγωγικότητα των ΗΠΑ μόλις κατά 0,5% και τη μεγέθυνση του ΑΕΠ μόλις κατά 0,9% σωρευτικά μέχρι το 2035. Για τον διακεκριμένο οικονομολόγο, πολλές εργασίες τις οποίες εκτελεί σήμερα ο άνθρωπος –βλ. μεταφορές, κατασκευές, εξορύξεις– είναι πολύπλευρες και απαιτούν αλληλεπίδραση με τον πραγματικό κόσμο, γι’ αυτό και ο ίδιος υποστηρίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη δεν θα αντεπεξέλθει στις προσδοκίες που τη συνοδεύουν, «με εξαίρεση τις νοητικές εργασίες οι οποίες δεν αποτελούν μικρό αλλά ούτε και τεράστιο μέγεθος».
Όμως, στον βαθμό που ευσταθούν οι ενστάσεις για τις αληθινές προοπτικές της ΑΙ, ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορά τον αντίκτυπο στους επενδυτές, οι οποίοι έχουν σπεύσει να τοποθετηθούν με δισεκατομμύρια ποντάροντας στο καλό σενάριο για τη διείσδυση της ΑΙ στους συντελεστές της οικονομίας. Ο Τζιμ Κοβέλο της Goldman Sachs προβαίνει σε μια διατύπωση που ικανοποιεί όλες τις πλευρές: «Η υπερβολική κατασκευή πραγμάτων για τα οποία δεν υπάρχει η αντίστοιχη χρήση ή για τα οποία ο κόσμος δεν είναι έτοιμος συνήθως τελειώνει άσχημα. Ο Nasdaq υποχώρησε περίπου 70% μεταξύ των υψηλών της έκρηξης των dot-com. Το σκάσιμο της σημερινής φούσκας της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να μην αποδειχθεί τόσο προβληματικό όσο το σκάσιμο της φούσκας των dot-com απλώς και μόνο επειδή πολλές εταιρείες που ξοδεύουν χρήματα σήμερα κεφαλαιοποιούνται καλύτερα από τότε.
Όμως, αν η τεχνολογία AI καταλήξει να έχει λιγότερη χρήση και εξάπλωση απ’ ό,τι μέχρι στιγμής αναμένεται, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτό δεν θα είναι προβληματικό για πολλές εταιρείες που σήμερα δαπανούν χρήματα στη συγκεκριμένη τεχνολογία. Τούτου λεχθέντος, ένα από τα πιο σημαντικά μαθήματα που έχω πάρει τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι ότι οι φούσκες αργούν να σκάσουν. Γι’ αυτό και συνιστώ να συνεχίσετε να επενδύετε σε παρόχους υποδομής τεχνητής νοημοσύνης. Εάν ο σκεπτικισμός μου αποδειχθεί εσφαλμένος, αυτές οι εταιρείες θα συνεχίσουν να επωφελούνται. Αλλά ακόμη κι αν έχω δίκιο, τουλάχιστον θα έχουν παραγάγει σημαντικά έσοδα από την έκθεση που μπορούν να τους τοποθετήσουν καλύτερα στο να προσαρμοστούν και να εξελιχθούν».
Επιφυλακτικός για τις επιπτώσεις μιας φούσκας στις αγορές εμφανίζεται και ο Ατζέμογλου του MIT. Από τη μία, πιστεύει ότι ορισμένες από τις σημερινές δαπάνες θα πάνε χαμένες, καθώς ορισμένα πρότζεκτ θα αποτύχουν και κάποιες εταιρείες θα αποδειχθούν πολύ αισιόδοξες ως προς την κερδοφορία και την εξοικονόμηση κόστους που μπορούν να επιτύχουν από την ενσωμάτωση της τεχνητής νοημοσύνης στους μηχανισμούς τους. Από την άλλη πλευρά, αναγνωρίζει ότι ένα μέρος αυτών των επενδύσεων θα φυτέψει τους σπόρους για την επόμενη φάση της τεχνολογίας. «Ο διάβολος είναι τελικά στις λεπτομέρειες. Περιμένω ότι θα συμβούν και τα δύο», είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο ίδιος.
Ο αντίλογος
Ο αντίλογος προτάσσει εκτιμήσεις άλλων οικονομολόγων –όπως ο Senior Global Economist της Goldman Sachs Τζόζεφ Μπριγκς– σύμφωνα με τις οποίες η ΑΙ θα αυτοματοποιήσει τελικά το 25% όλων των εργασιών, αυξάνοντας την παραγωγικότητα των ΗΠΑ κατά 9% και το ΑΕΠ κατά 6,1% σωρευτικά την επόμενη δεκαετία.
Η αισιόδοξη πτέρυγα των αναλυτών αναγνωρίζει μεν ότι η αυτοματοποίηση μέσω τεχνητής νοημοσύνης σήμερα δεν είναι οικονομικά αποδοτική, αλλά θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μεγάλες δυνατότητες μείωσης του κόστους, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση της ΑΙ. Επικαλούνται προς αυτή την κατεύθυνση ιστορικά στοιχεία για αντίστοιχους επενδυτικούς κύκλους σε άλλους τομείς, οι οποίοι στο τέλος της ημέρας απέδωσαν τα προσδοκώμενα.
Σημείο σύγκλισης στο πλαίσιο ενός άτυπου ντιμπέιτ που αρχίζει να εκδηλώνεται διεθνώς είναι η παραδοχή ότι η τεχνητή νοημοσύνη, όπως κάθε ανθρώπινη εφεύρεση, είναι θετική εξέλιξη για το παρόν και το μέλλον. Oμως η υπερβολική αισιοδοξία και η υπέρμετρη επικοινωνία της μπορεί να οδηγήσουν στην πρόωρη χρήση τεχνολογιών που ακόμη δεν είναι έτοιμες να ανταποκριθούν, τουλάχιστον, στις υψηλότερες των προσδοκιών.
Πηγή: moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης: Οι ευρωπαϊκές αεροπορικές αντιδρούν στον αθέμιτο ανταγωνισμό του Πεκίνου